αγαργάλητος

αγαργάλητος
αγαργάλιστος, η , ο не боящийся щекотки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αγαργάλητος" в других словарях:

  • αγαργάλητος — η, ο [γαργαλώ] βλ. αγαργάλιστος …   Dictionary of Greek

  • αγαργάλιστος — και αγαργάλητος η, ο (Α ἀγαργάλιστος, ον) [γαργαλίζω] αυτός που δεν γαργαλήθηκε ή δεν επηρεάζεται από το γαργάλημα για να γελάσει αρχ. αυτός που δεν υποκύπτει στον πειρασμό, που δεν σκανδαλίζεται, ο ανεπηρέαστος …   Dictionary of Greek

  • αγαργάλιστος, -η — ο και αγαργάλητος, η, ο εκείνος που δε γαργαλιέται ή δεν τον γαργάλησαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»